- νεκροστόλισμα
- το [νεκροστολίζω]στόλισμα τού νεκρού, διακόσμηση τού φερέτρου με τον νεκρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκροστόλισμα — το, ατος το στόλισμα του νεκρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)